- διώκω
- και διώχνω και διώχτω (AM διώκω)1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη3. αποδιώχνω, εκτοπίζω4. φρ. «ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα» — αυτοί που ενώ έχουν λιγότερα ή δεν έχουν κανένα δικαίωμα, προσπαθούν να εκτοπίσουν τους νόμιμους ιδιοκτήτες, κληρονόμους, κατόχους κ.λπ.5. αναγκάζω κάποιον να τρέχει, παρακινώ σε γρήγορη κίνηση («ο άνεμος διώχνει τα σύννεφα»)μσν.- νεοελλ.λησμονώ, απαρνιέμαι («διώχνοντας τα περασμένα»)νεοελλ.απολύω κάποιον από τη θέση του (δημόσια ή ιδιωτική)αρχ.-μσν.επιδιώκω, προσπαθώ, να πετύχω, επιζητώ2. επιθυμώ ή θέλω («ὅταν δὲ λείπῃς ἀπ' αὐτούς, μᾱλλον νὰ σὲ διώκουν»)μσν.1. (για τόπο) διασχίζω, περιηγούμαι2. (για αέρα) διασχίζω3. (για ποτάμι) αλλάζω κοίτη4. (για πρόβατα) βόσκωαρχ.1. είμαι οπαδός, ακολουθώ2. αναπτύσσω, περιγράφω3. (για άνεμο) παρασύρω πλοίο4. (για κωπηλάτη) ωθώ5. προχωρώ, σπεύδω, τρέχω («ἀναπηδήσαντες ἐδίωκον»)6. βάζω σε κίνηση, κινώ7. υπηρετώ8. (για έγχορδο) παίζω γρήγορα9. ὁ διώκωνμηνυτής, κατήγορος10. ὁ διωκόμενοςκατηγορούμενος11. φρ. α) «γραφὴν διώκω» — καταγγέλλω, κινώ δίκηβ) «δίκην διώκω» — ζητώ το δίκιο μου12. (με αιτ. και απαρφ.) κατηγορώ ότι («ἐδίωκε καὶ τὴν μητέρα τῷ παιδὶ συνεγνωκέναι»).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. διώκω συνδέεται πιθ. με το δίεμαι* όπως το κορινθ. Fιώκω με το Fίεμαι (βλ. ιέμαι). Το -ω- της λ. παραμένει ανερμήνευτο, ενώ το -κ- κατά τα ερύκω, ολέκω κ.ά.ΠΑΡ. δίωγμα, διωγμός, διώκτης, δίωξη (Α -ις)αρχ.διωκτήρ, διωκτός, διωκτύςνεοελλ.διώξιμο.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) διωξικέλευθος, διώξιππος. (Β' συνθετικό) αποδιώκω, εκδιώκω, επιδιώκω, καταδιώκω, συνδιώκωαρχ.μεταδιώκω, παραδιώκω, προδιώκω, συγκαταδιώκωνεοελλ.αποδιώχνω, κακοδιώχνω].
Dictionary of Greek. 2013.